- παρεξηγιέμαι
- παρεξηγιέμαι, παρεξηγήθηκα, παρεξηγημένος βλ. πίν. 59
και πρβλ. παρεξηγούμαι
——————Σημειώσεις:παρεξηγιέμαι : κυρίως στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρεξηγούμαι — παρεξηγούμαι, παρεξηγήθηκα, παρεξηγημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. παρεξηγιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρεξηγώ — παρεξήγησα, παρεξηγήθηκα, παρεξηγημένος 1. ερμηνεύω λάθος, παρανοώ, το παίρνω αλλιώς: Παρεξήγησα την αυστηρή συμπεριφορά του προς τη μαθήτρια, γιατί δεν ήξερα πως είναι ο καθηγητής της. 2. μέσ., παρεξηγιέμαι και παρεξηγούμαι ερμηνεύω κάτι σαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)